τσίλικος

τσίλικος
-η, -ο, Ν
1. (για νομίσματα) νεόκοπος, στιλπνός
2. (γενικά) καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. celik «στιλπνός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τσίλικος, -η — και ια, ο καινούριος, λαμπερός, γυαλιστερός (κυρ. για νομίσματα): Τσίλικο δεκάρικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”